ἀντισηκῶ

ἀντισηκῶ
ἀντισηκόω
counterbalance
pres subj act 1st sg
ἀντισηκόω
counterbalance
pres ind act 1st sg
ἀντισηκόω
counterbalance
pres subj act 1st sg
ἀντισηκόω
counterbalance
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντισήκωμα — το (Μ ἀντισήκωμα) [αντισηκώ] χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία) νεοελλ. το αντίσηκο, το αντίβαρο …   Dictionary of Greek

  • αντισήκωσις — ἀντισήκωσις, η (Α) [αντισηκώ] αποκατάσταση ισορροπίας, αντιστάθμισμα …   Dictionary of Greek

  • αντισηκώνω — (Α ἀντισηκῶ, όω) νεοελλ. 1. σηκώνω λιγάκι 2. υψώνω («το σπαθί που αντισηκώνεις», Δ. Σολωμός) αρχ. 1. κάνω την πλάστιγγα να ισορροπήσει τοποθετώντας αντίρροπο βάρος, αντισταθμίζω 2. ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σηκώ «ζυγίζω» < σηκός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”